13/1/12

Ομοφυλοφιλία και Φασισμός: Οι Ναζί καταστρέφουν το Ινστιτούτο Σεξουαλικών Ερευνών Χίρσφελντ


Το "Δωμάτιο των Ηδονοβλεψιών" - από το αρχείο του Χίρσφελντ
Πηγή: Ινστιτούτο Χίρσφελντ
Η γραμματέας του βερολινέζικου Ινστιτούτου Σεξουαλικών Ερευνών του γιατρού Χίρσφελντ θυμάται ύστερα από 40 χρόνια την καταστροφή του Ινστιτούτου  από τους Ναζί τον Μάιο του 1933. 

[Το πρόσωπο της αφηγήτριας είναι δημιούργημα της φαντασίας του γάλλου θεωρητικού Γκυ Όκενγκεμ (Guy Hocquenghem). Η αφήγηση περιλαμβάνεται στο βιβλίο του   «Ιστορική εικόνα της ομοφυλοφιλίας», εκδ. Νεφέλη, 1983.]


____________

«Αγαπούσε [ο Χίρσφελντ] πολύ τους νέους, γιατί έλεγε πως αυτοί δε θα γνώριζαν το σκοταδισμό που επικρατούσε ακόμα όταν αυτός ήταν παιδί. Τους διηγόταν πόσο ήταν δύσκολο για τον ίδιο, πριν τον πόλεμο, να κάνει την οικογένειά του να δεχτεί τις φυσικές του ροπές. Κι όπως ήταν αισιόδοξος, σκεφτόταν ότι αυτοί θα ζούσαν την ελευθερία μέσα στα πλαίσια της επιστημονικής γνώσης που δεν είχε γίνει εφικτή στις προηγούμενες γενιές. Ο φτωχός αγαπητός μου δόκτορας ποτέ δεν κατάλαβε την πλάνη του! Συμβούλευε τους νέους να κάνουν σπορ, να αφήνονται ελεύθεροι στις φυσικές τους τάσεις και τους μοίραζε από ένα νούμερο που αντιστοιχούσε στη διασεξουαλική κλίμακα. Αυτό το πρωινό, ετοιμαζόταν να εξετάσει ένα γυμνασιόπαιδο κι εγώ, όπως πάντα σ’αυτές τις περιπτώσεις, τους άφηνα μόνους για να ασχοληθώ με τους φακέλους του Ινστιτούτου. Τότε ήταν που οι άλλοι έφτασαν...

Μόλις πρόλαβα να τρέξω να τους ειδοποιήσω αλλά ήταν ήδη αργά. Οι σπουδαστές των ναζιστικών κύκλων είχαν παραβιάσει την πόρτα, ουρλιάζοντας πως θέλαν να καθαρίσουν τη χώρα από τις βρωμιές και τις μαρξιστικές χυδαιότητες. Όντας ο γιατρός κι εβραίος, ήταν διπλά απεχθής γι’αυτούς. Ήταν μια από τις πρώτες επίσημες ποινικές δραστηριότητες. Θυμάμαι πως, όταν αυτοί μπήκαν μέσα ρίχνοντάς με καταγής, οι επισκέπτες μας μείνανε κατάπληκτοι, υποθέσανε πως επρόκειτο για επέμβαση της αστυνομίας ή δεν ξέρω τι. Πάντως δε μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε.

Τους ανάγκασαν να στηθούν απέναντι στον τοίχο με τα ρεβόλβερ στα νεφρά τους, λέγοντάς τους χυδαία πράγματα. Ήταν αγόρια πολύ νέα, ολότελα φανατισμένα. Προπσάθησα να ξεφύγω, αλλά με πιάσανε.

Κι ύστερα, άρχισαν να λεηλατούν το Ινστιτούτο, να σπάνε τα εργαλεία, να ξεσχίζουν τα αρχεία, να κομματιάζουν μέσα σε λίγα λεπτά δουλειά ομαδική τριάντα χρόνων. Έκαψαν την προτομή του δόκτορα συμβολικά, ενώ όλος ο όχλος χειροκροτούσε θρασύδειλα.

Μια μέρα φοβερή, στην πραγματικότητα κι όμως δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’όσα μας περίμεναν στα χρόνια που ακολούθησαν. Βέβαια, γίνανε όλες αυτές οι καταστροφές κι αυτό που με λυπεί πραγματικά είναι πως ακόμα και σήμερα δε μένει τίποτα απ’όλη την τεράστια δουλειά του Ινστιτούτου κι ότι κανένας δεν τη θυμάται. Ήταν μια πολιτιστική «εξόντωση» που προμηνούσε τη φυσική εξόντωση. Τρία χρόνια πριν, ο δόκτορας είχε πετύχει από την κοινοβουλευτική επιτροπή του Ράιχσταγκ να υιοθετηθεί το ψήφισμά του για την κατάργηση των αντι-ομοφυλόφιλων νόμων. Την επαύριο όμως της καταστροφής, δεν είχε τίποτ απομείνει από μισού αιώνα προσπάθειες γι’υτή τη μετρρύμιση, σαν να μην ήταν παρά ένα όνειρο και η Επιτροπή και οι τοπικοί σύλλογοι και οι παγκσόμσιες οργανώσεις και τα συμβούλια και τ περιοδικά και τα κινηματογραφικά έργα.

Ναι, η καταστροφή ήταν ξαφνική και βίαιη σαν καταιγίδα. Βέβαια, ήταν ήδη πάνω από δέκα χρόνια που οι ναζί μας επετίθεντο, αλλά δεν είχαμε ποτέ φανταστεί τι είχαν οργανώσει για μας από το 1934 κι ύστερα. Σε πείσμα όλων, μέχρι το τέλος, η ζωή συνεχίστηκε στο Βερολίνο. Έτσι, κι ενώ οι συλλήψεις άρχιζαν ήδη, γίνονταν ακόμα γιορτές, χοροί, κι υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν ότι ήταν όλα ασύστατες φήμες. Βέβαια, μετά τον πόλεμο, όταν οι Αμερικάνοι ελευθέρωσαν το στρατόπεδό μας, προσπάθησα να ξαναβρώ τους παλιούς μου φίλους. Είχαν όλοι εξαφανιστεί. Όπως οι Εβραίοι, αλλά το πιο φοβερό μ’αυτούς ήταν πως κανένας δεν ενδιαφερόταν τι είχαν απογίνει. Μέσα στις οργανώσεις για την ανεύρεση των εξαφανισέντων, με περιγελούσαν καταπρόσωπο, γελούσαν πίσω από την πλάτη μου. Αυτούς τους ανθρώπους κανείς δεν τους αναζητούσε, ούτε η ίδια τους η οικογένεια, που αισθανόταν ντροπή γι’αυτούς.

Ναι, είμασταν απονήρευτοι κι ασυνείδητοι, είχαμε χορέψει το χορό τους μέχρι το τέλος και μας είχαν γι’αυτό σκληρά τιμωρήσει, χωρίς να μπορέσουμε ποτέ να δικαιωθούμε. Πέθαναν για το τίποτα. Πόσοι ήταν; Εκατό χιλιάδες, πεντακόσιες χιλιάδες, ένα εκατομμύριο; Ποιος θα το μάθει ποτέ; Απ’όλους αυτούς τους χορευτές, αυτούς τους τραβεστί, που είχα γνωρίσει στο Βερολίνο, ούτε ένας δεν επέζησε. Έτσι, όταν κάποτε παραξενεύονται μερικοί στο περιβ άλλον μου, που δεν θέλω να πάω σε γιορτή ή σε πάρτυ δικών μας ή σε ντισκοτέκ ρεζερβέ, εγώ ξαναθυμάμαι αυτούς τους τελευταίους  χορούς στο Βερολίνο, ενώ ήδη τα τραίνα έφευγαν για το Μπούχενβαλντ, και λέω στον εαυτό μου χαμηλόφωνα πως αύριο ίσως αυτή η χαρά της ζωής, αυτή η ασφάλεια, θαανατραπούν στο άψε σβήσε, αφού στο κάτω-κάτω υπήρξαμε τόσο δυνατοί και δεν μάθαμε ποτέ να υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας παρά με τη λήθη».

____________

Γκυ Οκενγκεμ, Ιστορική εικόνα της ομοφυλοφιλίας, μτφ. Αντιγόνη Γώγου, επιμ. Αντρέας Βελισσαρόπουλος, εκδ. Νεφέλη 1983

-*-