16/10/11

Deux Hommes: "Οι Έλληνες ντυνόμαστε λες και είμαστε σε αμερικάνικη λουτρόπολη"

[w/e, Ιούνιος 2010]

Στην αρχή, κάποιοι τους έλεγαν Ντιουξ ή Ντέουξ ή Ντεξ Ομ αλλά από τότε έχουν περάσει δεκατρία χρόνια και οι Deux Hommes έχουν πια κατακτήσει, και με το παραπάνω, αυτό που οι αγγλοσάξωνες θεωρούν το πιο σημαντικό: να λένε σωστά τ’ όνομά σου (Ντεζ Ομ, φυσικά). Με ρούχα made in Italy και με το βλέμμα στραμμένο στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες της μόδας, όχι μόνο για έμπνευση αλλά και ως δίοδο διάθεσης των δημιουργιών τους, ο Δημήτρης Αλεξάκης και ο Γρηγόρης Τριανταφύλλου αντιμετωπίζουν σήμερα την κρίση όπως της πρέπει: με ρεαλισμό.

____________

Είναι απαραίτητο ένας Έλληνας σχεδιαστής μόδας ν’απευθυνθεί στο εξωτερικό για να επιβιώσει;

Είναι. Τουλάχιστον στην Ευρώπη. Πόσες είναι οι μπουτίκ στην Ελλάδα που μπορούν να χωρέσουν τις ετικέτες των Ελλήνων σχεδιαστών; Ιδίως όταν μιλάμε για κατηγορία πολυτελείας ή για πολύ σύγχρονο ντιζάιν, οι επιλογές είναι μειωμένες.

Τι χρειάζεται για να τα καταφέρεις έξω;

Καταρχήν να λειτουργείς σαν καλλιτεχνικός διευθυντής ενός ολόκληρου συστήματος παραγωγής - δεν αρκεί να σχεδιάζεις ωραία ρούχα. Πρέπει έπειτα να βρεις ένα καλό showroom, ώστε η συλλογή σου να βρίσκεται δίπλα σε συλλογές που έχουν καλό πελατολόγιο. Εμείς συνεργαζόμαστε μ’ένα στο Μιλάνο και σκεφτόμαστε να μπούμε σ’ένα άλλο ιταλικό - δεν είναι δύσκολο, έχει ξαναφιλοξενήσει Έλληνες, αλλά απέκτησε πρόσφατα πολύ υψηλό προφίλ, γιατί συνεργάζεται με τον Τζιαμπατίστα Βάλι, ο οποίος έχει τρομερή πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αριστοκρατία και σ’όλες αυτές τις μικρές του τζετ σετ· μία τους να φωτογραφηθεί φορώντας ένα ρούχο σου, αποκτάς ένα σημείο αναφοράς που σε βοηθά να μπεις στις καλές μπουτίκ. Χρειάζεσαι επίσης έναν άνθρωπο με δυνατές δημόσιες σχέσεις, που μπορεί να καθιερώσει ονόματα. Και χρειάζεσαι δημοσιεύματα στον τύπο. Όλα αυτά θέλουν βέβαια την υποστήριξη ενός δυνατού μηχανισμού από τεχνοκράτες, που δεν υπάρχει στην Ελλάδα.

Οπότε τι κάνεις;

Προχωράς πιο αργά. Άλλωστε και στο εξωτερικό πάει να περάσει η εποχή των τρομερών παιδιών, που τα καταφέρνουν σε μια βραδιά. Σήμερα, για να ελπίζεις σε διάρκεια, πρέπει να συνδυάζεις τη φρεσκάδα με την ωριμότητα.

Αυτός είναι ο σωστός συνδυασμός;

Αυτός. Μαζί με την ακρίβεια. Ο κόσμος έχει κουραστεί να μην ξέρει τι να περιμένει. Χρειάζεται σαφής οριοθέτηση της ταυτότητάς σου. Να εκπλήσσεις, αλλά μέσα σε όρια.

Σχεδιαστικά ποιες τάσεις διακρίνετε;

Στα μέσα της δεκαετίας, το πολύ επιθετικό ντιζάιν, τα έντονα γεωμετρικά σχήματα, η υπερβολή στο τρέντι, ο μοντερνισμός, όλα αυτά έδωσαν τη θέση τους σ’ έναν μεταμοντερνισμό που στρέφεται στο παρελθόν, επιχειρώντας να το κάνει σημερινό. Τα καλύτερα συστατικά για να σχεδιάζεις σήμερα είναι η χαρά της ζωής, μια υγιής σχέση με το σώμα και τη σεξουαλικότητα και λίγο χιούμορ.

Έτσι σχεδιάσατε τη συλλογή του επόμενου χειμώνα;

Ναι. Προτείνουμε γνήσιο ‘70s, στο πνεύμα κάπως του Υβ Σεν Λοράν. Το πρότυπο της συλλογής είναι μια κάπως μπουρζουά κυρία, λίγο διεφθαρμένη και twisted. Άλλωστε για μας το πρότυπο της γυναίκας είναι η γυναίκα του ευρωπαϊκού σινεμά, όσο μπορεί να προσδιοριστεί, από την Άννα Καρίνα, την Κατρίν Ντενέβ, την Σαρλότ Ράμπλιν, και αργότερα την Ναστάζια Κίνσκι και την Καρόλ Μπουκέ, μέχρι σήμερα τη Μαριόν Κοτιγιάρ. Επιχειρούμε λοιπόν μια ειρωνική και φαν προσέγγιση του παρελθόντος μέσα από έναν νεοκλασσικισμό, που απλουστεύει τα πράγματα και δίνει έμφαση στα αναγκαία, σ’αυτά που μας κάνουν να νιώθουμε ασφαλείς.

Back to the basics;

Χωρίς καθόλου συντηρητισμό όμως. Γι’αυτό κάναμε τα ρούχα προκλητικά, με πολύ εμφανή ερωτισμό. Το σεξ απίλ σήμερα προβάλλεται λίγο άτσαλα – είτε πολύ επιθετικά, με S/M αναφορές, είτε τύπου λολίτας, με άχαρους συνειρμούς. Καλύτερα να ξαναδούμε τους μεγάλους του ερωτισμού, τον Νιούτον, τον Σεν Λοράν, τον Ζανλούπ Σίφ.

Πώς απαντά η συλλογή στην κρίση;

Με δύο αντίθετους τρόπους. Από τη μία, είναι τελείως προσαρμοσμένη στην κρίση, γιατί το σχέδιο είναι μαζεμένο, σχεδόν αρχετυπικό. Μετά την ανασφάλεια των κοινωνικών και οικονομικών κραδασμών, υπάρχει η ανάγκη για καθησυχαστικά μηνύματα, άρα για κάτι γνώριμο ή νοσταλγικό, για μια επαναδιαπραγμάτευση του παρελθόντος. Κι ακόμη, το ρούχο πρέπει να δίνει την εντύπωση του θεμελιώδους, ώστε ν’ αποτελεί πρώτη προτεραιότητα, όχι κάτι περιττό.

Από την άλλη;

Από την άλλη, πηγαίνει τελείως κόντρα στην κρίση. Κασμιρένια πανωφόρια, συνθετικές γούνες σαν βελούδο, που θυμίζουν ακριβές γούνες. Δεν υπάρχει η αίσθηση του ψαλιδίσματος. Τα ρούχα παραμένουν ακριβά κι ελκυστικά. Έχουν αυτό που ζητά μια γυναίκα που θέλει να πάρει ένα ρούχο σαν επένδυση.

Μπορεί ν’ακουστεί προκλητικό.

Πρέπει όμως να σκεφτούμε ότι η κατηγορία των προϊόντων πολυτελείας απευθύνεται σ’ένα κοινό που έχει τη δυνατότητα να τα αγοράσει. Και ότι αυτή η κατηγορία προϊόντων εξασφαλίζει διάρκεια στη δουλειά σου. Υπάρχουν ωραίες σειρές σχεδιαστών που είναι προσιτές, αλλά νομίζουμε ότι το κοινό τις απαξιώνει, επειδή δεν προσφέρουν την αίσθηση του τρόπαιου που χρειάζεται να έχει ένα ρούχο. Δυστυχώς η μόδα δεν είναι δημοκρατική. Υπάρχει βέβαια το φαστ φάσιον, οι μεγάλες αλυσίδες τύπου H&M και Zara, που κάνουν προσιτές σε όλους τις δημιουργίες των σχεδιαστών. Αλλά οι σχεδιαστές δεν διαφέρουν πολύ από τους αναγεννησιακούς καλλιτέχνες, που βρίσκονταν στην αυλή των πλούσιων πατρόνων για να επιβιώνουν.

Δυσκολεύει τον κλάδο της μόδας η κρίση;

Ναι. Θα βρεθούν, για παράδειγμα, σπόνσορες για τις παρουσιάσεις τόσο εύκολα όσο πριν; Είμαστε όμως υποχρεωμένοι να συνεχίσουμε χωρίς εκπτώσεις στο αντικείμενο της δουλειάς. Μπορεί να χρειαστεί να σταματήσουμε πράγματα όπως το κονσάλτινγκ, αλλά δεν μπορούμε να παρουσιάσουμε ένα θέαμα υποδεέστερο από τα προηγούμενα, ακόμα κι αν κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση, ούτε να μην ετοιμάσουμε μια συλλογή με συγκεκριμένο όγκο δουλειάς και μια καινούργια πνοή. Είναι πάντως τώρα ευκαιρία για κάποιον επιχειρηματία να επενδύσει στη μόδα.

Γιατί;

Γιατί όλα δείχνουν ότι στο εξωτερικό ο μηχανισμός της μόδας ξαναπαίρνει τα πάνω του. Ο οίκος Hermes αύξησε τελευταία τις πωλήσεις του. Όμως, για σταθείς έξω, αν δεν ανήκεις στους μεγάλους ομίλους Gucci, Prada και Louis Vuitton, έχεις πίσω σου έναν αφανή επενδυτή. Γιατί ο μηχανισμός της μόδας είναι πολύπλοκος και δαπανηρός. Πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε πια πώς λειτουργούν τα πράγματα. Αν επένδυε πάνω μας ένας έξυπνος επιχειρηματίας που βλέπει μπροστά, θα μπορούσε να βγάλει πολλά χρήματα.

Μιλήσατε πριν για τους αναγεννησιακούς καλλιτέχνες. Είναι τέχνη η μόδα;

Η διαδικασία του σχεδιασμού είναι καλλιτεχνική, αλλά το τελικό προϊόν δεν είναι ακριβώς έργο τέχνης. Συνήθως ένα ρούχο κουβαλάει ένα πολύ μικρό ποσοστό από την ιδέα που βρίσκεται πίσω από μια συλλογή. Βέβαια, συνολικά η παρουσίαση μιας συλλογής μεταφέρει πολλές πληροφορίες και είναι συναρπαστική, όταν γίνεται από άξιους δημιουργούς. Είναι μια παράσταση που μπορεί ν’ αγγίξει την τέχνη.

Αν δεν υπήρχε βιοποριστική ανάγκη, θα προτιμούσατε να μένουν οι συλλογές στο στάδιο του catwalk, να μην βγαίνουν στην αγορά; Σαν ένα δόγμα «μόδα για την μόδα»;

Όχι. Γιατί το στοίχημα παίζεται με τον τελικό αποδέκτη, τον άγνωστο στον οποίο απευθύνεται η συλλογή. Τα ρούχα πρέπει να βρίσκουν τον προορισμό τους. Να μη ναρκισσευόμαστε με περίτεχνα σχήματα και με το βάθος της σκέψης μας. Αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό τη δεκαετία του ’90, όταν το ντιζάιν των ρούχων αφέθηκε τελείως ελεύθερο. Χάρτινα ρούχα, βινίλ, άκαμπτα, με αρθρώσεις, με μεταλλάξεις. Κι εμείς πέσαμε στην παγίδα. Αλλά το ρούχο δεν είναι αυτό. Το ρούχο είναι σωματική εμπειρία, σεξουαλική πρόκληση, επικοινωνία, σημειολογία, προστασία. Τα υπόλοιπα είναι απλή επίδειξη βιρτουοζιτέ.

Κατασκευάζετε τα ρούχα σας στην Ιταλία. Γιατί όχι στην Ελλάδα;

Στην Ελλάδα θα μας λέγανε «δεν γίνεται αυτό» για τα δύο τρίτα της συλλογής. Έχουν στο μυαλό τους ένα ντιζάιν λιγότερο απαιτητικό και σύνθετο. Φταίει και το ότι από τις σχολές μόδας δεν βγαίνουν τεχνίτες της κατασκευής υφάσματος. Και όμως, στο ατελιέ της Ιταλίας συνεργαζόμαστε με τριαντάχρονα παιδιά. Θα είχε μεγάλη επιτυχία όποιος δημιουργούσε την υποδομή για τη σωστή επεξεργασία δύσκολων υφασμάτων στην Ελλάδα.

Έχει διαφορά το αθηναϊκό ντύσιμο από αυτό άλλων πρωτευουσών της Ευρώπης;

Τεράστια. Η Αθήνα παίρνει κατευθείαν γραμμή από το Μαϊάμι και το Λος Άντζελες. Ντυνόμαστε σαν να βρισκόμαστε σε λουτρόπολη ή σε θέρετρο, και μάλιστα αμερικανικό, ούτε καν μεσογειακό. Φταίει μάλλον που είμαστε τηλεορασόπληκτοι και αμερικανόπληκτοι. Βλέπεις παντού να κυκλοφορούν με φόρμες, άντρες και γυναίκες, κάτι αδιανόητο έξω αν δεν πηγαίνεις στο γυμναστήριο. Eκτός από τα σαλβάρια και τα σαλβαροειδή που πλημμύρισαν την Αθήνα, δεν βλέπεις πειραματισμούς στα παντελόνια και τις φούστες. Στα πάνω από τη μέση κομμάτια και στα παπούτσια είμαστε λίγο καλύτερα, αλλά δεν το έχουμε με τους όγκους και τις σιλουέτες. Βλέπεις κάτι κεφάλες - μεγάλα γυαλιά, ογκώδη μαλλιά, μεγάλα σκουλαρίκια. Το αποτέλεσμα παραπέμπει σε κάτι σαν πιόνι. Αντιθέτως, ένα καλοχτενισμένο κεφάλι με μικρό όγκο είναι η βάση των σωστών αναλογιών γιατί δίνει την αίσθηση ενός μακρόστενου σώματος – πρόκειται για βασική αρχή μέτρου και αναλογίας.

-*-