18/10/11

Τυνησία: Οάσεις δημοκρατίας στην έρημο της ανελευθερίας


[Εψιλον, 20/3/11]

Για κάποιες σύντομες περιόδους στη σύγχρονη ιστορία της, αυτή η χώρα, που κατέληξε να την κυβερνά ένα από τα πιο ανελεύθερα καθεστώτα, ήταν πρότυπο δημοκρατίας για τον ισλαμικό κόσμο: το πρώτο ισλαμικό κράτος που απαγόρευσε την πολυγαμία και θέσπισε έναν από τους πιο φιλελεύθερους κώδικες οικογενειακού δικαίου· η χώρα που ίδρυσε την πρώτη οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Αφρική και τον αραβικό κόσμο· η χώρα όπου είχε αναπτυχθεί συνδικαλιστικό κίνημα ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα και που έχει πλούσια ιστορία κοινωνικών και οικονομικών διεκδικήσεων.


«Η Τυνησία έδινε την εντύπωση» γράφει η διεθνολόγος του LSE Κατερίνα Δαλακούρα («Ισλάμ, φιλελευθερισμός και ανθρώπινα δικαιώματα: επιπτώσεις στις διεθνείς σχέσεις», εκδ. Πατάκη) «της χώρας που είχε τη μεγαλύτερη προοπτική στον αραβικό κόσμο να εξελιχθεί σε μια πολιτεία που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές ελευθερίες»· ήταν επί πλέον «η μόνη χώρα στη Μέση Ανατολή που έφτασε κοντά στο να πετύχει μια αρμονική σχέση μεταξύ του ισλάμ και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να γίνει ένα φιλελεύθερο κράτος χωρίς να είναι κοσμικό».

Αυτή η πορεία όχι μόνο δεν ολοκληρώθηκε, αλλά αντιστράφηκε - σε τέτοιο βαθμό, που η Τυνησία έγινε ένα από τα πιο καταπιεστικά μουσουλμανικά κράτη της Μεσογείου, με περισσότερους από 10.000 ισλαμιστές και άλλους αντιφρονούντες στη φυλακή, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης απαγορευμένα, με τον Τύπο φιμωμένο, με τα συνδικάτα υπό πλήρη έλεγχο και με το φόβο της αστυνομίας να ρίχνει τη σκιά του σε κάθε εκδήλωση της κοινωνικής ζωής. Η καταπίεση και ο φόβος προκρίθηκαν, καθώς τα αποτελέσματα των οικονομικών πολιτικών που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις μετά την ανεξαρτησία της χώρας στα μέσα του 20ού αιώνα δεν έφταναν για να δημιουργήσουν την αναγκαία για τη διατήρηση του καθεστώτος συναίνεση των χαμηλότερων στρωμάτων.

Οι υπαγορευμένες από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα νεοφιλελεύθερες πολιτικές οδήγησαν τη χώρα από τη μια μεριά σε ρυθμό ανάπτυξης που το 2008 ξεπέρασε το 6%, από την άλλη όμως την έφεραν στο τέλμα των εντεινόμενων οικονομικών ανισοτήτων, της εξαθλίωσης των χαμηλότερων στρωμάτων, της εκτεταμένης διαφθοράς και της υψηλής ανεργίας. Μεγάλο ποσοστό των ανέργων είναι πτυχιούχοι που δεν μπορούν να βρουν δουλειά, τη στιγμή που μεγάλο μέρος της αγοράς εργασίας το ρυθμίζει ένα πολυπλόκαμο δίκτυο πελατειακών σχέσεων.

Πολλοί αναγκάστηκαν να αναζητήσουν λύση στη μετανάστευση. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εργασίας (Hassen Boubakri, «Migration pour le travail decent, la croissance economique et le developpement: le cas de la Tunisie», Bureau International du Travail, Geneve, Suisse, 2010), περίπου το 10% του πληθυσμού της χώρας, λίγο πάνω από 1.000.000 άνθρωποι, ζουν σήμερα στο εξωτερικό - περισσότεροι από τους μισούς στη Γαλλία, προτεκτοράτο της οποίας ήταν η χώρα, και ύστερα στην Ιταλία, τη Λιβύη, τη Γερμανία... Ο αριθμός έχει υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με 20 χρόνια πριν και υπερτριπλασιάστηκε αναφορικά με πριν από 30 χρόνια, κάτι που δείχνει τη χρόνια απόγνωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού.

Κάποτε, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η πρώτη στροφή προς το φιλελευθερισμό σημειώθηκε κατά την τελευταία περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης (που κρατούσε από το 1574). Η δυναστεία των μπέηδων που κυβέρνησε τη χώρα τον 18ο και τον 19ο αι., με σχετική ανεξαρτησία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (και που συνέχισε να την κυβερνά ακόμα και όταν η Γαλλία την έκανε προτεκτοράτο το 1881), είχε στραμμένο το βλέμμα στις εξελίξεις της Δύσης. Το Σύνταγμα του 1861 διαπνεόταν από φιλελεύθερες αρχές, αναστάλθηκε όμως ύστερα από τρία χρόνια, καθώς αντανακλούσε περισσότερο τα συμφέροντα της δυναστείας και των ηγετικών τάξεων, παρά την επιθυμία των χαμηλότερων στρωμάτων.

Το αίτημα για Σύνταγμα επανήλθε μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο με το κίνημα Ντεστούρ ( Σύνταγμα), που σχηματίστηκε από ηγετικές ομάδες της αναδυόμενης τυνησιακής μεσαίας τάξης, που έβρισκαν κλειστές τις πόρτες προς τις ανώτερες θέσεις της κρατικής μηχανής. Λίγο αργότερα, το 1934, μια πιο διευρυμένη κοινωνικά ομάδα, υπό την ηγεσία του μετέπειτα προέδρου της χώρας Χαμπίμπ Μπουργκίμπα, διασπάστηκε και ίδρυσε το νεοντεστουριανό κόμμα, που ζητούσε αυτονομία.

Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ύστερα από ταραχές και συγκρούσεις, η Γαλλία αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Τυνησίας το 1956. Ο Χαμπίμπ Μπουργκίμπα σχημάτισε την πρώτη ανεξάρτητη κυβέρνηση κι έναν χρόνο αργότερα εκλέχτηκε πρόεδρος.

Τα πρώτα χρόνια ο Μπουργκίμπα έπαιξε το χαρτί του φιλελευθερισμού και της εκκοσμίκευσης. Εισήγαγε έναν από τους πιο φιλελεύθερους κώδικες οικογενειακού δικαίου στον ισλαμικό κόσμο (μεταξύ άλλων, καταργούσε την πολυγαμία, έκανε υποχρεωτική τη συγκατάθεση της γυναίκας στο γάμο και της έδινε δικαίωμα διαζυγίου)· ξεκίνησε αγώνα αποδυνάμωσης του θρησκευτικού κατεστημένου, φτάνοντας στο συμβολικό σημείο να σπάσει δημόσια τη νηστεία του Ραμαζανιού, πίνοντας στην τηλεόραση πορτοκαλάδα (θεωρούσε τη νηστεία του Ραμαζανιού αντιπαραγωγική) και θέσπισε το Σύνταγμα του 1959, που από τη μια εκθρόνισε τη δυναστεία, αναγνώριζε πλήρη δικαιώματα σε όλους, υποσχόταν την ελευθερία του Τύπου, της συνάθροισης και των κοινωνικών δικαιωμάτων και από την άλλη έδινε τεράστιες εξουσίες στον πρόεδρο, περιορίζοντας τη νομοθετική εξουσία.

Ομως η πολυπόθητη οικονομική ανάπτυξη δεν ήρθε και σύντομα ο Μπουργκίμπα στράφηκε σε μια μορφή κρατικού καπιταλισμού που περιλάμβανε κολεκτιβοποίηση της γεωργίας και εθνικοποιήσεις, κάτι που οδήγησε χιλιάδες Τυνήσιους στη μετανάστευση από τα μέσα της δεκαετίας του '60 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70, κυρίως προς τη Γαλλία, τη Γερμανία και τις χώρες της Μπενελούξ.

Στο πολιτικό πεδίο, προκειμένου να προληφθούν αντιδράσεις στην οικονομική πολιτική, ο πολυκομματισμός απαγορεύτηκε, οι ελευθερίες του Τύπου και των συναθροίσεων περιορίστηκαν και η Γενική Ενωση Τυνήσιων Εργαζομένων (UGTT), που είχε ιδρυθεί τη δεκαετία του '40 και είχε μεγάλη διείσδυση στις τάξεις των εργατών και των μισθωτών, τέθηκε υπό τον έλεγχο του Μπουργκίμπα· το καθεστώς είχε γίνει οιονεί δικτατορία.

Το μεγάλο μέρος των μεσαίων στρωμάτων, καθησυχασμένα που έβλεπαν την οικονομία να μεγεθύνεται προσωρινά, κυρίως λόγω των εσόδων από το πετρέλαιο και των εμβασμάτων της διασποράς, δεν αντέδρασε δυναμικά στην πολιτική καταπίεση· όταν όμως, στα τέλη της δεκαετίας του '70, η οικονομία γνώρισε ύφεση, οι αντικυβερνητικές κινητοποιήσεις άρχισαν να βρίσκουν όλο και περισσότερους αποδέκτες. Εκείνη την περίοδο, εξαιτίας της πετρελαϊκής κρίσης, το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Ευρώπη ανακόπηκε και αναδείχτηκαν νέες, πλούσιες λόγω του πετρελαίου, χώρες προορισμού: η Λιβύη, η Αλγερία και οι ισλαμικές χώρες του Κόλπου.

Η δεκαετία του '70 σφραγίστηκε από απεργίες, κινητοποιήσεις και αιματηρές συγκρούσεις πολιτών και δυνάμεων ασφαλείας. Η κυβέρνηση απαντούσε στις λαϊκές εξεγέρσεις με ακόμα μεγαλύτερη καταπίεση, με χαρακτηριστικότερο γεγονός την καταστολή της γενικής απεργίας του UGTT τον Ιανουάριο του 1978, όπου σκοτώθηκαν 50 διαδηλωτές.

Η ισλαμιστική επανάσταση στο Ιράν το '79 είχε ήδη δημιουργήσει φόβους για την άνοδο των ισλαμιστών, που έως τότε είχαν αναπτύξει περισσότερο πολιτιστική παρά πολιτική δράση και, άλλωστε, βόλευαν την κυβέρνηση διότι λειτουργούσαν σαν ανάχωμα στην άνοδο της Αριστεράς. Το '81 η κυβέρνηση αρνήθηκε το αίτημα του Κινήματος της Ισλαμιστικής Τάξης (ΜΤΙ) να ιδρύσει κόμμα και φυλάκισε την ηγεσία του. Στα μέσα της δεκαετίας πραγματοποιήθηκαν μεγάλες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά του διπλασιασμού της τιμής του ψωμιού που υπαγόρευε το ΔΝΤ. Διαπράχθηκαν επίσης ισλαμιστικές βομβιστικές επιθέσεις κατά τουριστών, που οδήγησαν σε νέο πογκρόμ κατά των ισλαμιστών.

Η συντριβή της Αριστεράς ύστερα από χρόνια διώξεων και η οικονομική ύφεση δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανάδειξη των ισλαμιστών στην κατ' εξοχήν αντιπολιτευτική δύναμη στα τέλη της δεκαετίας του '80. Οι ισλαμιστές αντλούσαν τη δύναμή τους από τον λιγότερο ανεπτυγμένο νότο και, κυρίως, από τους εσωτερικούς μετανάστες που, λόγω της καθίζησης του αγροτικού κλάδου, έφταναν μαζικά στα αστικά κέντρα, χωρίς όμως να μπορούν να βρουν δουλειά.

Η κυβέρνηση απάντησε, υιοθετώντας σε θρησκευτικά ζητήματα τη ρητορική των ισλαμιστών, προωθώντας μια φιλελεύθερη εκδοχή του ισλαμισμού και ακολουθώντας ταυτόχρονα άγρια πολιτική διώξεων και καταπίεσης.

Το 1987 ο πρώην υπουργός Εσωτερικών και τότε πρωθυπουργός Μπεν Αλι ανέτρεψε αναίμακτα τον Μπουργκίμπα, επικαλούμενος την αδυναμία του να κυβερνήσει λόγω γεροντικής άνοιας. Ακολούθησε ένα διάλειμμα οιονεί εκδημοκρατισμού. Ο Μπεν Αλί υπέγραψε Κοινωνικό Σύμφωνο που τον δέσμευε, υποτίθεται, στις δημοκρατικές ελευθερίες, κατάργησε την ισόβια προεδρία (για να την επαναφέρει αργότερα), απελευθέρωσε πολιτικούς κρατουμένους και ήρε τους περιορισμούς του Τύπου και των συναθροίσεων.

Ωστόσο, στις εκλογές του '89 οι υποψήφιοι που υποστηρίχτηκαν από το ισλαμιστικό κόμμα Ενάχντα (όπως μετονομάστηκε το παλιό ΜΤΙ) πήραν ποσοστό 17%, γεγονός που - σε συνδυασμό με τη νίκη του Ισλαμικού Μετώπου στην Αλγερία το '91- τρομοκράτησε την κυβέρνηση, που ξεκίνησε νέο πογκρόμ. Επί πλέον, η παρέμβαση του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας τα προηγούμενα χρόνια οδήγησε σε αύξηση των ανισοτήτων και σε πτώση του βιοτικού επιπέδου των χαμηλότερων στρωμάτων. Για να περιορίσει τις συνέπειες της λαϊκής δυσαρέσκειας, ο Μπεν Αλι ενέτεινε την πολιτική καταπίεση, απαγορεύοντας τα πολιτικά κόμματα, θέτοντας εκτός νόμου την Ενωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και υπό τον έλεγχό του το UGTT. Από τα μέσα της δεκαετίας του '80, εξαιτίας των ταραχών στον Κόλπο και άλλων παραγόντων στα γειτονικά ισλαμικά κράτη, το μεταναστευτικό ρεύμα προσανατολίζεται και πάλι στην Ευρώπη· όμως, αυτήν τη φορά, εξαιτίας των νέων ρυθμίσεων της Συνθήκης Σένγκεν και του προοδευτικού κλεισίματος των ευρωπαϊκών συνόρων, οι μετανάστες περνούν πρώτα από τις χώρες της ευρωπαϊκής Μεσογείου.

Παρά κάποιες νέες απόπειρες εκδημοκρατισμού που έκανε ο Μπεν Αλι τη δεκαετία του 2000 και παρά τα εύσημα που του απένειμε το 2002 ο αμερικανός πρόεδρος Μπους, λέγοντας ότι η χώρα δίνει στίγμα «μετριοπάθειας και ανεκτικότητας στην περιοχή» (εξαιτίας, φυσικά, της στάσης της Τυνησίας στον αμερικανικό πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας»), το καθεστώς παρέμεινε στην πραγματικότητα ένα από τα πιο ανελεύθερα, αντιδημοκρατικά καθεστώτα μέχρι την πτώση του τον Φεβρουάριο.

Το μείγμα οικονομικής κρίσης, πολιτικής καταπίεσης, αλλά και παράδοσης στους κοινωνικούς αγώνες έδιωξε τελικά κακήν κακώς το καθεστώς Μπεν Αλi, πυροδοτώντας εξεγέρσεις στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και σε άλλες ισλαμικές χώρες. Η Τυνησία έγινε και πάλι πρότυπο εξέγερσης και εκδημοκρατισμού. Μένει να φανεί αν, αυτήν τη φορά, η δημοκρατία και η οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη θα εδραιωθούν ή αν η πολιτική καταπίεση και οι ανισότητες θα βρουν τρόπο να επανέλθουν.

____________


Διάσημοι Τυνήσιοι

Κλαούντια Καρντινάλε (γενν. 1939)

Γεννήθηκε στην ιταλική συνοικία της Τύνιδας, την Γκουλέτ, από πατέρα Σικελό και μητέρα Τυνήσια με σιτσιλιάνικη καταγωγή. Το 1957 κέρδισε τον πρώτο τίτλο σε καλλιστεία της ιταλικής πρεσβείας και ξεκίνησε την κινηματογραφική της καριέρα με τη γαλλοτυνησιακή ταινία «Goha», που συμμετείχε στο Φεστιβάλ Βενετίας. Επειδή δεν μιλούσε ιταλικά (μόνο αραβικά και γαλλικά), στις πρώτες ταινίες την ντουμπλάριζαν. Περήφανη για την καταγωγή της, έπαιξε τον εαυτό της στο «Καλοκαίρι της Γκουλέτ», έγραψε τον οδηγό «Η Τυνησία μου» και έπαιξε τη μητέρα ενός τυνήσιου νέου γκέι στο «Le Fil».

Μπερτράν Ντελανοέ (γενν. 1950)

Ο νυν δήμαρχος του Παρισιού γεννήθηκε στην Τύνιδα από γαλλοτυνήσιο πατέρα και γαλλίδα μητέρα και μεγάλωσε στη μεσογειακή πόλη Μπιζέρτε. Εκεί το 1961 έζησε την πολύνεκρη γαλλο-τυνησιακή μάχη για τον έλεγχο της ναυτικής βάσης που κρατούσαν οι Γάλλοι. Η μάχη τον καθόρισε. «Σκέφτηκα πως ένας Αραβας πρέπει να είναι ίσος μ' έναν Γάλλο. Αυτή ήταν η πρώτη μου πολιτική σκέψη. Ετσι, εξαιτίας της αποικιοκρατίας, άρχισα να ταυτίζομαι με την Αριστερά» έχει πει. Το 1963, όταν οι Γάλλοι παρέδωσαν τη βάση, οι γονείς του χώρισαν και ο ίδιος ακολούθησε τη μητέρα του στη Γαλλία.

Ανουάρ Μπραχέμ (γενν. 1957)

Θεωρείται από τους σπουδαιότερους ουτίστες. Γεννήθηκε το 1957 στην Τύνιδα και σπούδασε παραδοσιακή μουσική στο Εθνικό Ωδείο. Το 1981 πήγε στο Παρίσι, όπου συνεργάστηκε με μουσικούς από διάφορα είδη (μεταξύ τους, ο Μορίς Μπεζάρ και ο Γκαμπριέλ Γιαρντ). Οταν επέστρεψε στην Τυνησία ανέλαβε τη διεύθυνση του Μουσικού Συνόλου της Τύνιδας. Ηταν από τους πρώτους που ανέμειξαν την αραβική μουσική με την τζαζ. Στον ήχο του ακούγονται επίσης στοιχεία από τη μουσική των Βαλκανίων, το φλαμένκο και την τζαζ.

____________



Στοιχεία

Πληθυσμός: 10.430.200 (64,92%, 15-64 ετών)

Δείκτης γονιμότητας: 2,09

Προσδόκιμο ζωής: 74,4 χρόνια

Γλώσσα: Αραβικά, γαλλικά, βερβέρικα

Εθνότητες: Αραβες 98%, Ευρωπαίοι 1%,

Ισραηλίτες και άλλοι 1%

Θρησκεία: Μουσουλμάνοι 98%, χριστιανοί 1%, Εβραίοι και άλλοι 1%

Εκπαίδευση: Πρωτοβάθμια 36,5%, δευτεροβάθμια 33,1%, τριτοβάθμια 8,4%

Επίσημη ανεργία: 14,2%(2008). Πλήττει κυρίως τους νέους με πτυχίο


-*-