20/10/11

Θία Χάλο: Η μνήμη του ξεριζωμού και ο ξεριζωμός της μνήμης


[Έψιλον, 29/5/11]

Πηγή: press-gr.blogspot.com
Οταν το βιβλίο «Ούτε το όνομά μου - Γενοκτονία και επιβίωση: μια αληθινή ιστορία του Πόντου» τοποθετήθηκε στα ράφια των αμερικανικών βιβλιοπωλείων το 2000, ήταν το πρώτο βιβλίο που υπήρχε στην Αμερική για το θέμα, σύμφωνα με τη συγγραφέα του, και ο αντίκτυπός του ήταν τεράστιος. Το βιβλίο συνέβαλε στην αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων από την πολιτεία της Νέας Υόρκης (αναφέρεται στο βιβλίο η σχετική διακήρυξη, με υπογραφή τού τότε κυβερνήτη Τζορτζ Πατάκι (ουγγρικής καταγωγής, κι ας μοιάζει με ελληνικό το όνομά του) και αργότερα από άλλες πολιτείες.


Το βιβλίο της Θία Χάλο αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τη μαρτυρία της μητέρας της, της Σάνο, που δέκα χρονών, όταν ακόμη λεγόταν Θυμία και ζούσε στον Αγιο Αντώνιο του Πόντου, βίωσε τον ξεριζωμό των δικών της και των συγχωριανών της, βαδίζοντας για μέρες σ' αυτές τις φοβερές πορείες θανάτου προς την ενδοχώρα. Η Θυμία κατάφερε να ξεφύγει, παντρεύτηκε έναν πολύ μεγαλύτερό της Ασσύριο και τον ακολούθησε στη Νέα Υόρκη. Την οικογένειά της δεν την ξαναείδε. Αλλαξε το όνομά της κι έκανε δέκα παιδιά. Ύστερα από μια επίσκεψη στην Τουρκία προς αναζήτηση του χωριού των παιδικών της χρόνων, συμφώνησε με την ιδέα της κόρης της της Θία, ζωγράφου και ποιήτριας, να πει δημόσια την ιστορία της στο βιβλίο.

Πολλοί την αποκαλούν πια «η γιαγιά του Πόντου». Εγινε σύμβολο επιβίωσης και εκπρόσωπος του ποντιακού ελληνισμού, ενεργός, μαζί με τη Θία, στον αγώνα για την αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων. Το βιβλίο ξανακυκλοφόρησε πρόσφατα στα αγγλικά, για την Ευρώπη, από τις εκδόσεις Γκοβόστη, με μερικές προσθήκες στα ιστορικά στοιχεία, που τονίζουν το ρόλο της Γερμανίας στα γεγονότα. Η Θία και η Σάνο σχεδιάζουν τώρα να φτιάξουν ένα Μουσείο Ποντιακού Χωριού, στον Αγιο Αντώνιο των Βασιλικών της Θέρμης, ρέπλικα των στοιχείων του χωριού της στον Πόντο, που έχει σβηστεί από το χάρτη. Στις 10 Μαΐου η Σάνο γιόρτασε τα 102α γενέθλιά της. Η συνομιλία με τη Θία έγινε στα αγγλικά μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

____________

Πώς νιώθει η Σάνο όταν τη φωνάζουν «η γιαγιά του Πόντου»;

«Πολύ υπερήφανη. Είχε ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής της ξεκομμένη από το λαό της, όπως αποκαλεί τους Ελληνες, και τώρα έχει ξαναγίνει ένα μαζί του. Αγαπάει βέβαια όλους τους λαούς, αλλά κρατά μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά της για τον "καλύτερο λαό του κόσμου", όπως τους λέει».

Πώς την επηρέασε το βιβλίο;

«Πρώτη φορά έγινε η πρωταγωνίστρια της ζωής της. Ζούσε πάντα στο παρασκήνιο. Ηταν η μητέρα κάποιου. Η σύζυγος κάποιου. Τώρα, επιτέλους, βρίσκεται στο προσκήνιο της ζωής της. Την αναζητούν γι' αυτό που είναι η ίδια, έγινε εκπρόσωπος του λαού της».

Ολα αυτά τα χρόνια απάλυναν το τραύμα που έζησε;

«Αυτό που απάλυνε κάπως το τραύμα της ήταν το γεγονός ότι είπε την ιστορία της. Ηθελε πάντα να μαθευτεί αυτό που συνέβη και τώρα νιώθει ότι δεν απογοήτευσε το λαό της. Τίποτα δεν θα εξαφανίσει τόσο πόνο που νιώθει. Τίποτα δεν θα φέρει στη ζωή την οικογένεια και τους συγχωριανούς της. Τουλάχιστον, όμως, τώρα οι δικοί της άνθρωποι ζουν μέσα στην Ιστορία σαν πραγματικοί άνθρωποι, με πρόσωπο και φωνή. Δεν είναι ένας μικρός αριθμός ανάμεσα σε τόσα ανώνυμα θύματα».

Πώς ήταν η συνεργασία με τη μητέρα σας;

«Το βιβλίο ολοκληρώθηκε σε επτά χρόνια. Εγραφα κυρίως τα Σαββατοκύριακα στο εξοχικό μου. Της τηλεφωνούσα, της έκανα ερωτήσεις κι έγραφα τις απαντήσεις στον υπολογιστή. Καμιά φορά, θυμόταν κάτι άλλο και μου ξανατηλεφωνούσε. Στις απαντήσεις έδωσα λογοτεχνική μορφή για να φτιάξω μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Κάποιες φορές άφησα αυτούσια τα λόγια της, άλλες φορές έπρεπε να προσθέσω ένα πλαίσιο στα γεγονότα. Λέω συχνά ότι τα γεγονότα είναι της μητέρας μου και τα ηλιοβασιλέματα δικά μου. Εννοώ ότι έφτιαξα μιαν ατμόσφαιρα για να βάλω τον αναγνώστη στην ιστορία».

Σας προβλημάτισε η χρονική απόσταση από τα γεγονότα; Πώς ήσαστε σίγουρη για την ακρίβεια των στοιχείων;

«Ο,τι λέει η μητέρα μου στο βιβλίο είναι ακριβώς ό,τι θυμόταν. Αποφάσισα απ'την αρχή πως, αν θυμόταν κάτι 80 χρόνια, όσο ασήμαντο κι αν φαινόταν, θα ήταν σημαντικό για τη ζωή της και για την ιστορία. Δεν ωραιοποίησα τα γεγονότα. Ο εκδότης μου ήθελε να αφαιρέσω ορισμένα στοιχεία για τον πατέρα μου, για να απαλύνω την εικόνα του. Θεώρησα προσβολή στη μητέρα μου να υποκριθώ ότι η ζωή της ήταν παραμυθένια απ' τη στιγμή που παντρεύτηκε και ήρθε στην Αμερική. Θα ήταν προσβολή και σε άλλες γυναίκες και παιδιά με παρόμοιες εμπειρίες. Η συμπεριφορά του πατέρα μου, που είχε πολλά καλά, δεν ήταν ασυνήθιστη εκείνη την εποχή...»

Είχατε σκεφτεί ότι η ιστορία της μητέρας σας θα είχε τέτοιον αντίκτυπο; 

«Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν το μόνο βιβλίο στην Αμερική για τους Ελληνοπόντιους. Μέχρι τότε, σε όλες τις χώρες εκτός από την Ελλάδα, η γενοκτονία παρουσιαζόταν αποκλειστικά ως γενοκτονία των Αρμενίων. Χάρη στο βιβλίο μου, ο κυβερνήτης της Νέας Υόρκης εξέδωσε την πρώτη διακήρυξη στις ΗΠΑ που αναγνωρίζει τη γενοκτονία των Ελληνοποντίων, των Ασσυρίων και των Αρμενίων. Αναφέρει μάλιστα το βιβλίο στη διακήρυξη. Στη συνέχεια, αναγνώρισε τη γενοκτονία και των άλλων μικρασιατών Ελλήνων. Ακολούθησαν και άλλες πολιτείες. Αυτό ήταν σημαντικό και πυροδότησε εξελίξεις. Ετσι άρχισα να συνειδητοποιώ πόσο σημαντικό είναι το βιβλίο».

Μου κάνει εντύπωση που δεν είχατε ακούσει για την ύπαρξη Ελληνοποντίων.

«Στη ζωή μου συνάντησα μόνο έναν άνθρωπο που γνώριζε τη λέξη Ελληνοπόντιος και μου είπε ότι ήμουν κι εγώ Ελληνοπόντια, όταν αποκάλυψα ότι η μητέρα μου ήταν Ελληνίδα από την τουρκική περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Ακόμα και σήμερα είναι σπάνιο να συναντήσεις κάποιον μη Ελληνα που να έχει ακούσει για Ελληνοποντίους. Υπήρχαν βέβαια 40 χιλιάδες Ελληνοπόντιοι στην Αστόρια, αλλά η Αστόρια είναι άλλη περιοχή, βρίσκεται μακριά από την καθημερινή μας ζωή. Η μητέρα μου δεν γνώριζε καν τον όρο Ελληνοπόντιος. Ελεγε ότι οι Τούρκοι τους φώναζαν Ρωμιούς».

Τι γνώριζε η μητέρα σας από την ελληνική ιστορία; Πώς αναγνωρίζει τον εαυτό της ως Ελληνίδα;

«Παιδί, η μητέρα μου πήγε σχολείο μόνο ένα ή δύο χρόνια. Δεν ήταν αρκετά για να μάθει ελληνική ιστορία και πολιτισμό. Σχολείο δεν ξαναπήγε. Παντρεύτηκε ενώ ήταν ακόμη πολύ μικρή κι έκανε παιδιά. Εμαθε μόνη της αγγλικά, ανάγνωση, γραφή κι αριθμητική, κι όταν τα παιδιά της πήγαν σχολείο, τη βοήθησαν να μάθει».

Διακόπτετε συχνά την αφήγηση για να παρεμβάλετε κεφάλαια με ιστορικά στοιχεία για την περιοχή. Γιατί;

«Στην πρώτη του μορφή το κείμενο ξεκινούσε στην Τουρκία και σταματούσε όταν η μητέρα μου πάτησε το πόδι της στο Μανχάταν. Αλλά ένας εκδότης με ρώτησε "ποιοι είναι αυτοί οι Πόντιοι;" και πρόσθεσα το σύντομο κομμάτι για τους αρχαίους Ελληνες στη Μικρά Ασία. Στη συνέχεια, ένας άλλος εκδότης με ρώτησε "τι έγινε μετά;" και έτσι πρόσθεσα τα κεφάλαια που αφηγούνται τη ζωή στην Αμερική. Αργότερα, μεγάλωσα το τμήμα για τους αρχαίους Ελληνες, πρόσθεσα την ιστορία της περιόδου του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και το ταξίδι που κάναμε η μητέρα μου κι εγώ στην Τουρκία».

Πώς κάνατε έρευνα για τα ιστορικά στοιχεία;

«Ξεκίνησα διαβάζοντας ιστορικά βιβλία για την περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Το Ελληνικό Γραφείο Τύπου με συνέστησε στο διευθυντή ενός τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών αμερικανικού κολεγίου, που μου έδωσε ένα φυλλάδιο που είχε γράψει. Εψαξα επίσης στο ίντερνετ και βρήκα μερικές πολύ σημαντικές ιστοσελίδες Ελλήνων, Ασσυρίων και άλλων. Κάποιες φιλοξενούσαν πρωτογενείς διηγήσεις προξένων και ανθρώπων των διεθνών αποστολών. Απ' αυτές τις διηγήσεις άρχισα να συνθέτω την ιστορία. Στη συνέχεια, ζήτησα από έναν ελληνοαμερικανό καθηγητή να διαβάσει το υλικό και να ελέγξει την ακρίβειά του. Τα ιστορικά κεφάλαια του βιβλίου δεν φιλοδοξούσαν να αποτελέσουν αναλυτική μελέτη της περιόδου, μόνο να δώσουν το ιστορικό πλαίσιο, ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να τοποθετήσει την ιστορία της μητέρας μου».

Με ξάφνιασε που το κεφάλαιο για τους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική Εκστρατεία δεν αναφέρει ούτε μια φορά τον όρο Μεγάλη Ιδέα, παρότι για πολλούς αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση της ελληνικής πολιτικής εκείνη την εποχή.

«Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι επισπεύσθηκαν από την κτηνώδη πολιτική των Νεοτούρκων στα Βαλκάνια, δεν είχαν να κάνουν τόσο με τη Μεγάλη Ιδέα. Οσον αφορά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, κατ' αρχήν η παρουσία ελληνικού στρατού στη Σμύρνη το 1919 δεν ήταν επέμβαση, προβλεπόταν από τη Συνθήκη των Σεβρών. Βέβαια, η Ελλάδα πράγματι εισέβαλε στην ενδοχώρα το 1920. Μπορεί να μην ανέφερα τον όρο "Μεγάλη Ιδέα", περιέγραψα όμως τις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με τη Βρετανία, με αίτημα να επιτραπεί στην Ελλάδα η προέλαση στην ενδοχώρα, και σημείωσα ότι η πρόθεση της Ελλάδας ήταν να "πάρει πίσω εδάφη χαμένα από αιώνες". Αυτή ήταν η Μεγάλη Ιδέα».

Στο ίδιο κεφάλαιο δεν αναφέρεστε καθόλου στις ακρότητες της ελληνικής πλευράς κατά των μουσουλμάνων, παρότι αναφέρεστε στις ακρότητες των μουσουλμάνων κατά των Ελλήνων. Οι ελληνικές ακρότητες δεν δικαιολογούν σε καμία περίπτωση τις μαζικές σφαγές των χριστιανικών πληθυσμών, δεν είναι όμως μεροληπτική η απάλειψή τους από την ιστορική αφήγηση των γεγονότων;

«Αμφιβάλλω ότι υπήρξε ποτέ πόλεμος χωρίς κάποιες ακρότητες από τους εισβολείς. Ομως, εγώ προσωπικά δεν έχω βρει καμία πρωτογενή πηγή που επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα έκανε ακρότητες. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Αν έχετε υπόψη σας κάποιες τέτοιες πηγές, θα ήθελα να τις δω».

Θα σας στείλω βιβλία που αναφέρονται σ' αυτές.

«Πάντως, οι δράστες των φονικών που έγιναν και από τις δύο πλευρές όταν πραγματοποιήθηκε η απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, τιμωρήθηκαν αυστηρά. Εχω, μάλιστα, βρει κάποιες διηγήσεις αμερικανών παρατηρητών που λένε ότι η δράση των ελληνικών στρατευμάτων σε άλλες περιοχές ήταν καλή και ότι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί φαίνονταν ικανοποιημένοι με την ελληνική διοίκηση, γεγονός που, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, επιβεβαιώνει το ότι οι πρόσφατες τουρκικές αναφορές σε ελληνικές ακρότητες σκοπεύουν να αποσπάσουν την προσοχή από τις τουρκικές ακρότητες».

Τι πιστεύετε; Εχει ευθύνη η Ελλάδα για ό,τι συνέβη;

«Είναι σύνθετη η ερώτηση. Εν συντομία, είναι προφανές ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να επιχειρήσει να εισβάλει στην ενδοχώρα το 1920, ιδίως μετά την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου στο θρόνο. Οι Σύμμαχοι τον μισούσαν, δεν είχε καμία υποστήριξη. Αλλά ακόμα και να είχε υποστήριξη, δεν ήταν καλή ιδέα και πιθανότατα θα οδηγούσε την Ελλάδα να χάσει το έρεισμά της στη Σμύρνη. Από την άλλη, βέβαια, οι μικρασιάτες Ελληνες, συμπεριλαμβανομένων των Ποντίων, ήταν οθωμανοί πολίτες και έπρεπε να προστατευτούν από τον Κεμάλ. Αν υπήρχαν οθωμανοί Ελληνες που απειλούσαν το οθωμανικό κράτος, μπορούσαν να αντιμετωπιστούν χωρίς να καταστραφεί ολόκληρος ο μικρασιατικός ελληνισμός. Καμία εξωτερική δύναμη δεν μπορεί να δικαιολογήσει το φόνο και τον αναγκαστικό εκτοπισμό των ντόπιων από την κυβέρνησή τους. Σκεφτείτε τι θα γινόταν αν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι ΗΠΑ σκότωναν όλους τους Ιταλοαμερικανούς, τους Γερμανοαμερικανούς και τους Ιαπωνοαμερικανούς ή αν τους έστελναν σε πορείες θανάτου. Τέτοιες αντιδράσεις είναι γελοίες και συνιστούν έγκλημα κατά της ανθρω- πότητας. Μην ξεχνάτε, ο αδικαιολόγητος περιορισμός των Ιαπωνοαμερικανών στις ακτές της Καλιφόρνιας κατά τη διάρκεια του πολέμου θεωρείται ρατσιστικός και αποτελεί στίγμα για τις ΗΠΑ».

Τη δεκαετία του 1930 η Ελλάδα και η Τουρκία απέκτησαν φιλικές σχέσεις. Μάλιστα, το 1934 ο Βενιζέλος πρότεινε τον Κεμάλ για το Νόμπελ Ειρήνης. Πώς σας φαίνεται;

«Μπορώ να καταλάβω την επιθυμία και την ανάγκη να συνάψεις φιλικές σχέσεις με έναν πρώην εχθρό. Ομως, το να προτείνεις για το Νόμπελ Ειρήνης εκείνον που διέπραξε μαζικές δολοφονίες προσβάλλει τα θύματά του, καθώς και τους επιζήσαντες, όπως η μητέρα μου».

Γιατί είναι τόσο σημαντικός ο όρος «γενοκτονία» για τους Ελληνες του Πόντου; Δεν είναι κατάλληλες άλλες λέξεις, όπως «σφαγή»;

«Η γενοκτονία δεν είναι απλώς σφαγή. Εχουν υπάρξει πολλές σφαγές στην Ιστορία, στις οποίες οι δράστες δεν προσπάθησαν να καταστρέψουν ολόκληρη την εθνική ομάδα και τον πολιτισμό της. Αυτή είναι η διαφορά».

Υιοθετείτε, δηλαδή, έναν στενό ορισμό της γενοκτονίας ως σφαγής ολόκληρων πληθυσμών; Γιατί κάποιοι θεωρούν τον ορισμό της γενοκτονίας από τον ΟΗΕ, που μιλά για πρόθεση καταστροφής «του συνόλου ή μέρους» μιας ομάδας, τόσο ευρύ, που καταλήγει δύσχρηστος.

«Οχι, δεν συμφωνώ με τον στενό ορισμό, απλώς προσπαθούσα να δείξω με έντονο τρόπο τη διαφορά γενοκτονίας και σφαγής. Ο ορισμός του ΟΗΕ είναι πολύ πιο συγκεκριμένος και ταιριάζει ακριβώς με ό,τι συνέβη όχι μόνο στους Ελληνοπόντιους, αλλά και στους άλλους Ελληνες της Μικράς Ασίας. Οι προθέσεις πήγαιναν πολύ πέρα από τη σφαγή».

Λένε, πάντως, κάποιοι ότι αν εφαρμοζόταν αυτός ο ορισμός, θα αποδυναμωνόταν η αξία της λέξης.

«Δεν το πιστεύω. Ο όρος γενοκτονία δεν χρησιμοποιείται αρκετά συχνά ούτε αποδυναμώνει την έννοια της λέξης. Η γενοκτονία είναι γενοκτονία, είτε χρησιμοποιήσουμε τη λέξη μια φορά είτε ένα εκατομμύριο φορές».

Η αγγλόγλωσση ηλεκτρονική έκδοση της μεγαλύτερης τουρκικής εφημερίδας, της «Ζαμάν», μετριοπαθώς ισλαμιστικής, φιλοξένησε μια θετική παρουσίαση του βιβλίου σας. Είναι η Τουρκία έτοιμη να αντιμετωπίσει το παρελθόν;

«Πιστεύω ότι τα πράγματα αλλάζουν στην Τουρκία. Δεν είναι μακριά η μέρα που η κυβέρνηση θα παραδεχτεί την ιστορία της. Ομως, ο φόβος των αποζημιώσεων προς τους Αρμενίους ίσως κάνει την Τουρκία απρόθυμη να παραδεχτεί τη γενοκτονία, για να μην αναφερθώ στο αίσθημα ντροπής που μπορεί να προξενήσει η παραδοχή. Βέβαια, πολλοί τούρκοι διανοούμενοι πιστεύουν σήμερα ότι η ντροπή της άρνησης είναι πολύ χειρότερη από την ντροπή της παραδοχής. Σε ένα τουλάχιστον πρόσφατο συνέδριο για τη γενοκτονία, που έγινε στην Τουρκία, οι Ελληνες και οι Ασσύριοι περιλαμβάνονταν μεταξύ των θυμάτων. Στο βιβλίο μου, άλλωστε, δεν απαξιώνω συνολικά τους Τούρκους. Γράφω με κάθε ειλικρίνεια ότι μας αντιμετώπισαν με ευγένεια τη μητέρα μου κι εμένα όταν επισκεφθήκαμε την Τουρκία. Η μητέρα μου κατηγορεί την τουρκική κυβέρνηση της εποχής, όχι τον τουρκικό λαό. Το ίδιο κι εγώ».

____________

Η γνώμη του συντάκτη

«Καθώς η φωτιά χιμούσε από την καταρρακωμένη πόλη προς τη θάλασσα, οι απεγνωσμένοι Ελληνες και Αρμένιοι κάτοικοι της Σμύρνης συνωστίζονταν στην προκυμαία, εκλιπαρώντας για τη σωτηρία τους» («crowded the quay» στο αγγλικό κείμενο). Τη φράση την έγραψε όχι η Μαρία Ρεπούση, αλλά η υπεράνω υποψίας Θία Χάλο σε ανύποπτο χρόνο, το 2000, πριν οι εθνικά ευαίσθητοι συμπατριώτες μας ανακαλύψουν στη λέξη «συνωστισμός» την τρίαινα του ανθελληνισμού.

Πλην όμως, η Θία Χάλο όχι μόνο δεν γνώρισε την μήνιν των ευαίσθητων, αλλά αναδείχτηκε σε σημαία του ποντιακού ελληνισμού. Μάλιστα, ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης, που στον τίτλο ενός κειμένου του για το βιβλίο Ιστορίας της Μ. Ρεπούση θαύμαζε και απορούσε για το «συνωστισμό» («Σμύρνη 1922: Συνωστισμός στην παραλία!»), σε μια εκδήλωση για τη Θία Χάλο είπε για το βιβλίο της πως μπορεί «να χρησιμεύσει και ως ένα σημαντικό ιστορικό εγχειρίδιο». Τι άλλο θέλουμε για να πειστούμε πως η εμμονή με τη λέξη «συνωστισμός» ήταν προσχηματική και άστοχη, αν όχι υποκριτική;

Βέβαια, η ασυλία τής Χάλο εξηγείται: η αφήγηση της καταστροφής της Σμύρνης είναι παραστατική και, το σημαντικότερο, τα ιστορικά κεφάλαια, που παρεμβάλλονται στην προσωπική μαρτυρία, υιοθετούν την εθνικιστική εκδοχή της Ιστορίας, περισσότερο για όσα παραλείπουν να συμπεριλάβουν στην ιστορική αφήγηση.

Παράδειγμα: λείπει κάθε ρητή αναφορά στη Μεγάλη Ιδέα, έτσι που τελικά αποσιωπάται ένας βασικός μοχλός εξήγησης της πολιτικής της Ελλάδας στις αρχές του 20ού αι. Δεύτερο παράδειγμα: αποσιωπούνται οι αγριότητες που διέπραξε η ελληνική πλευρά εναντίον τούρκων αμάχων, με αποτέλεσμα να προκρίνεται η μυθολογική κατασκευή ενός εθνικού παρελθόντος καθαρισμένου από κάθε κηλίδα.

Θα ήταν, όμως, λάθος να απορρίψουμε συλλήβδην το βιβλίο. Ο πλούτος του βρίσκεται αλλού· στα κεφάλαια που αφηγούνται τη συγκλονιστική ιστορία της μητέρας της συγγραφέως. Οι εικόνες από τη ζωή των αγροτικών κοινοτήτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι γλαφυρές, η αφήγηση του ξεκληρίσματος ολόκληρων χωριών στις πορείες θανάτου προς την ενδοχώρα διαφωτιστική και συγκλονιστική και το ξεδίπλωμα της οικογενειακής ζωής στην Αμερική πολύ συγκινητικό. Χωρίς μελοδραματισμούς, αλλά με λυρισμό, ευαισθησία και απλότητα, το βιβλίο είναι ύμνος στη μητέρα και τη γυναίκα, όσο και μαρτυρία της φρίκης που επιφυλάχθηκε στους Ελληνες του Πόντου. Αν δεν επιχειρούσε να ερμηνεύσει και να παρουσιάσει μονόπλευρα αυτήν τη φρίκη, αποσιωπώντας τις ευθύνες και τις πράξεις της ελληνικής πλευράς, ίσως πράγματι να αποτελούσε χρήσιμο ιστορικό εγχειρίδιο.



____________


Ερωτήσεις κι απαντήσεις


- Υπήρξε γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο; 


Η αναγνώριση της «γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου» και η καθιέρωση της 19ης Μαΐου ως ημέρας μνήμης για τη γενοκτονία υπήρξαν τα δύο κυριότερα αιτήματα του Γ' Παγκόσμιου Συνεδρίου του Ποντιακού Ελληνισμού που έγινε τον Αύγουστο του 1992 στη Θεσσαλονίκη. Η ελληνική Βουλή ικανοποίησε αυτά τα αιτήματα το 1994. Σύμφωνα με τον νομικό ορισμό που περιλαμβάνεται στη Σύμβαση του ΟΗΕ για τη γενοκτονία, η οποία θεσπίστηκε το 1948, γενοκτονία συνιστούν συγκεκριμένες πράξεις «που έγιναν με πρόθεση να καταστρέψουν, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, μια εθνική, εθνολογική, φυλετική ή θρησκευτική ομάδα». Ωστόσο, ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν αυτό τον ορισμό υπερβολικά ευρύ, τόσο ώστε να περιλαμβάνει δυνάμει σχεδόν κάθε ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ γειτονικών λαών. Οι ίδιοι ιστορικοί επισημαίνουν ότι, αν υιοθετήσουμε έναν στενότερο ορισμό της γενοκτονίας, ως της εμπρόθετης καταστροφής μιας ολόκληρης ομάδας (όπως έγινε, για παράδειγμα, στην περίπτωση των Αρμενίων το 1915), τότε η περίπτωση των Ελληνοποντίων δεν εμπίπτει σ' αυτήν την κατηγορία: οι σχετικές αποφάσεις των τουρκικών αρχών και η εφαρμογή τους είναι αντιφατικές και δεν εφαρμόζονται αδιακρίτως στο σύνολο του ελληνοποντιακού πληθυσμού, αλλά επικεντρώνονται γεωγραφικά, ανάλογα με το συσχετισμό δύναμης και τους επί μέρους χειρισμούς που διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Μ' αυτήν τη λογική, οι σφαγές και οι άλλες αγριότητες εναντίον των Ελληνοποντίων με σκοπό την τροποποίηση της εθνολογικής σύνθεσης της περιοχής συνιστούν «εθνοκάθαρση» - όχι όμως και γενοκτονία.

- Ποια ήταν η μοίρα των Ελλήνων του Πόντου; 



Οπως και να χαρακτηρίσουμε τα γεγονότα, είναι αλήθεια ότι ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων του Πόντου ξεκληρίστηκε από τις πατρογονικές εστίες και βρήκε φρικτό θάνατο. Συστηματική βία σημειώθηκε με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο η Οθωμανική Αυτοκρατορία πήρε το μέρος της Γερμανίας. Ηδη από τους Βαλκανικούς Πολέμους, η καταπίεση των ελληνοχριστιανικών κοινοτήτων του Πόντου, το κίνημα των Νεοτούρκων, ο εθνικισμός και η διαμόρφωση επαναστατικής συνείδησης μεταξύ των Ελληνοποντίων είχαν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα καχυποψίας και βίας στην περιοχή. Κατά την πρώτη περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, πολλοί νεαροί Ελληνες επιστρατεύτηκαν στα διαβόητα Τάγματα Εργασίας (Amele Taburu), όπου βρήκαν το θάνατο. Ολόκληρα χωριά εκτοπίστηκαν και ολόκληρες οικογένειες, με ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά, εξαναγκάστηκαν να βαδίζουν για ημέρες πολλές, μέσα σε άθλιες συνθήκες, σε πορείες θανάτου προς την ενδοχώρα.

Με το τέλος του πολέμου, περίπου 3.000 Πόντιοι είχαν πάρει τα όπλα και είχαν σχηματίσει αντάρτικο, κυρίως υπό την καθοδήγηση του μητροπολίτη Σαμψούντας Γερμανού Καραβαγγέλη, που ήδη ως μητροπολίτης Καστοριάς είχε διακριθεί στον Μακεδονικό Αγώνα. Η ελληνοτουρκική σύγκρουση του 1919-1922 έκανε τα πράγματα πολύ χειρότερα. Το 1921, ενώ ο ελληνικός στρατός ετοιμαζόταν να προελάσει στην Αγκυρα, το ελληνικό πολεμικό ναυτικό έκανε επίδειξη δύναμης βομβαρδίζοντας τη Σαμψούντα, την Τραπεζούντα και άλλες παράκτιες πόλεις. Ο στρατός του Κεμάλ, που είχε ήδη ξεκινήσει την εθνοκάθαρση, κορύφωσε τη δράση του. Ολόκληρο το 1921 σημαδεύτηκε από σφαγές Ελληνοποντίων. Ενα μέσο εξολόθρευσης ήταν οι εκτελέσεις της ηγεσίας του ποντιακού αντάρτικου κινήματος από στρατιωτικά δικαστήρια. Το κυριότερο, όμως, μέσο ήταν η δράση των παραστρατιωτικών συμμοριών (Τσετών) του Τοπάλ Οσμάν. Με την υποστήριξη του Νουρεντίν Πασά, διοικητή της Κεντρικής Στρατιάς των κεμαλικών, οι Τσέτες έκαιγαν ελληνικά χωριά, μερικές φορές μαζί με τους κατοίκους τους, και έστηναν ενέδρες στις πορείες των ανδρών ηλικίας 15 με 55 χρόνων, που, με απόφαση του τουρκικού υπουργικού συμβουλίου, είχαν αναγκαστεί να μεταφερθούν στην ενδοχώρα, συχνά μαζί με ηλικιωμένους και γυναικόπαιδα. Πολλοί, άλλωστε, απ' όσους κατάφεραν να φτάσουν στην ενδοχώρα αποδεκα- τίστηκαν από τις κακουχίες, την πείνα και τον τύφο. Το τελικό στάδιο της εξολόθρευσης των Ελληνοποντίων ήρθε με τη διάλυση του ελληνικού στρατού το 1922 και τη μαζική έξοδο των Ελλήνων της Μικράς Ασίας που την ακολούθησε.

- Πόσα ήταν τα θύματα μεταξύ των Ποντίων; 



Η ελληνική Βουλή κάνει λόγο για 353.000 θύματα της «γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου», αριθμός που επαναλαμβάνεται πλέον σταθερά ως ο αναμφισβήτητος αριθμός των θυμάτων από τον Πόντο. Αυτός ο αριθμός πρωτοεμφανίζεται στη «Σύγχρονον Γενικήν Ιστορίαν του Πόντου» του Γεώργιου Βαλαβάνη, που εκδόθηκε το 1925. Ο συγγραφέας παίρνει ως βάση τον αριθμό των 303.238 Ποντίων θυμάτων την περίοδο 1914-1922, όπως τον αναφέρει το φυλλάδιο «Μαύρη Βίβλος» που εξέδωσε το Εν Αθήναις Κεντρικό Συμβούλιο το 1922· σ' αυτό τον αριθμό ο Βαλαβάνης προσθέτει άλλα 50.000 θύματα για την περίοδο 1922-1924. Ωστόσο, όπως ισχυρίζεται σε μια αναλυτική επισκόπηση των στοιχείων ο Τάσος Κωστόπουλος («Πόλεμος και εθνοκάθαρση»), οι αριθμοί αυτοί είναι το αποτέλεσμα λαθροχειρίας στους υπολογισμούς των στοιχείων. Από την άλλη, η επίσημη τουρκική ιστοριογραφία περιορίζει τον αριθμό των Ελληνοποντίων θυμάτων σε 40.000, αριθμός που είναι κι αυτός αποτέλεσμα λαθροχειρίας. Πιο πιθανό για τον Κωστόπουλο είναι ο συνολικός αριθμός των θυμάτων των Ποντίων να κυμαίνεται μεταξύ 100.000 και 150.000 για τη δεκαετία 1914-1924.

- Τι συμβολίζει η 19η Μαΐου, ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ποντίων; 



Η 19η Μαΐου είναι εθνική γιορτή στην Τουρκία. Ο Κεμάλ την ανακήρυξε ημέρα νεολαίας και αθλητισμού, στη μνήμη της απόβασής του στη Σαμψούντα στις 19 Μαΐου 1919, απ' όπου άρχισε να οργανώνει τον τουρκικό εθνοαπελευθερωτικό αγώνα. Οσοι συμφωνούν με την καθιέρωση της 19ης Μαΐου ως ημέρας μνήμης της γενοκτονίας των Ελληνοποντίων ισχυρίζονται ότι η άφιξη του Κεμάλ στη Σαμψούντα σηματοδοτεί την έναρξη της τελευταίας περιόδου της γενοκτονίας, καθώς τα στρατεύματα του Κεμάλ προχώρησαν στη μεθοδευμένη εξολόθρευση των Ελληνοποντίων. Πάντως, η ανάδειξη του συμβολισμού της ημερομηνίας αποτελεί πρόσφατο φαινόμενο. Προτάθηκε για πρώτη φορά στο Β' Παγκόσμιο Ποντιακό Συνέδριο το 1988 και αποτέλεσε πολιτικό αίτημα του Γ' Παγκόσμιου Ποντιακού Συνεδρίου το 1992, για να υιοθετηθεί δύο χρόνια αργότερα από την ελληνική Βουλή.

Πηγές: 



Τάσος Κωστόπουλος, «Πόλεμος και Εθνοκάθαρση: η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης, 1912-1922», εκδόσεις Βιβλιόραμα

Βλάσης Αγτζίδης, «Πόντος», Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1996



-*-