3/7/11

Τουρκικά ΜΜΕ: υπερσυγκέντρωση και διαπλοκή

[Εψιλον, 6/2/11]

Η συγκέντρωση των μέσων ενημέρωσης στα χέρια λίγων επιχειρηματικών ομίλων, που δραστηριοποιούνται παράλληλα σε πολλούς κλάδους της οικονομίας, αποτελεί κλειδί για την κατανόηση των τουρκικών μέσων ενημέρωσης. Η πρώτη ματιά στο τοπίο των τουρκικών μέσων δίνει την αίσθηση της πολυφωνίας. Σε όλη την επικράτεια κυκλοφορούν 35 καθημερινές εφημερίδες, από τις οποίες τέσσερεις είναι αθλητικές και τέσσερεις σκανδαλοθηρικές· εκπέμπουν 24 τηλεοπτικοί σταθμοί, από τους οποίους οι 16 είναι μη κρατικοί, και 36 ραδιοφωνικοί σταθμοί, οι 32 από τους οποίους είναι ιδιωτικοί.


Γρήγορα, όμως, η αίσθηση της πολυφωνίας αποδεικνύεται απατηλή. Σύμφωνα με έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Δημοσιογραφίας (European Journalism Centre - EJC), το 70% των τουρκικών μέσων ενημέρωσης ανήκει σ' έναν μικρό αριθμό επιχειρηματικών κολοσσών.

Ο μεγαλύτερος απ' αυτούς, ο όμιλος Dogan, εκδίδει, για παράδειγμα, 5 πολιτικές και ειδησεογραφικές εφημερίδες (ανάμεσα στις οποίες βρίσκονται ιστορικοί τίτλοι του τουρκικού Τύπου) και επί πλέον μία οικονομική, μία αγγλόφωνη και μία αθλητική εφημερίδα. Εχει ακόμη 2 τηλεοπτικούς σταθμούς, άλλους 3 σε σύμπραξη με τον αμερικανικό όμιλο Τέρνερ, σειρά ψηφιακών, συνδρομητικών και διαδραστικών καναλιών, καθώς επίσης και 4 ραδιοφωνικούς σταθμούς.

Ακόμη, έχει το δικό του πρακτορείο ειδήσεων, μια εταιρεία που εκδίδει 25 περιοδικά, μια εταιρεία που εκδίδει περιοδικά για αναγνώστες μέχρι 14 ετών, εταιρείες παραγωγής τηλεοπτικών προγραμμάτων, μια εταιρεία παραγωγής μουσικής, μια εταιρεία DVD και βίντεο, 13 τίτλους ιστοσελίδων στο διαδίκτυο, 2 τυπογραφικές επιχειρήσεις και 3 επιχειρήσεις διανομής Τύπου.

Δραστηριοποιείται, επίσης, στο εξωτερικό -σε χώρες με έντονη παρουσία Τούρκων, αλλά και αλλού- εκδίδοντας έντυπα και λειτουργώντας ιστοσελίδες.

Εκτός από τον τομέα των μέσων ενημέρωσης (αυτό ακριβώς είναι το σημείο στο οποίο ο όμιλος αποκτά τις κολοσσιαίες διαστάσεις που του αποδίδονται), έχει επίσης ισχυρή παρουσία και σε άλλους νευραλγικούς τομείς: στην ενέργεια, στη βαριά βιομηχανία, στο εμπόριο, στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στον τουρισμό, με σειρά εταιρειών και επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σ' αυτούς τους τομείς.

Παρόμοια είναι η επιχειρηματική δραστηριότητα του βασικού ανταγωνιστή, του ομίλου Calik Holding, που δραστηριοποιείται στα μέσα ενημέρωσης μέσω του ομίλου Turkuvaz - που έχει στην κατοχή του, μεταξύ άλλων, σειρά εφημερίδων, ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, διαδικτυακών τίτλων, και ακόμη πρακτορείο ειδήσεων, τυπογραφείο και εταιρείες παραγωγής τηλεοπτικού προϊόντος και διανομής Τύπου.

Εκτός από τα μέσα ενημέρωσης, ο όμιλος Calik Holding έχει ισχυρή παρουσία και στους τομείς της υφαντουργίας, της ενέργειας, των κατασκευών, του χρηματοπιστωτικού τομέα και των τηλεπικοινωνιών.

Οπως γράφει η έκθεση του EJC, προκειμένου να διασφαλίσουν τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα, οι επιχειρηματικοί κολοσσοί που δραστηριοποιούνται στα μέσα ενημέρωσης «εγκαθιδρύουν συμμαχίες με τις μεγάλες δυνάμεις (το στρατό, τις θρησκευτικές κοινότητες, τις ελίτ της γραφειοκρατίας, την κυβέρνηση). Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, τα τελευταία 25 χρόνια, είναι ένα σε μεγάλο βαθμό μεροληπτικό και ακραία εθνικιστικό μιντιακό τοπίο, [όπου] κάθε απόπειρα ανεξάρτητης δημοσιογραφίας (παρά ορισμένες θετικές εξελίξεις) παραμένει επικίνδυνη.

Για παράδειγμα, η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία καθημερινή εφημερίδα της Τουρκίας είναι η «Ζαμάν», μια ισλαμιστική εφημερίδα που πρόσκειται στο διεθνές μετριο- παθές ισλαμιστικό κίνημα του εξόριστου στις ΗΠΑ Φετουλάχ Γκιουλέν. Ιδρύθηκε το 1986 και σήμερα πουλά περισσότερα από 800 χιλιάδες φύλλα καθημερινά, σχεδόν διπλάσια από την επόμενη, τη «Χουριέτ», που ιδρύθηκε το 1948 και σήμερα ανήκει στον όμιλο Dogan. Για να εξηγήσει κανείς την επιτυχία της «Ζαμάν» πρέπει να γνωρίζει ότι πολύ μεγάλο μέρος της κυκλοφορίας των ισλαμιστικών εφημερίδων, σε αντίθεση με τις μη ισλαμιστικές, πραγματοποιείται με συνδρομές αναγνωστών, που ανήκουν συχνά σε κάποια ισλαμιστική ομάδα την οποία εκφράζει η μία ή η άλλη εφημερίδα (το 95% της κυκλοφορίας της «Ζαμάν» οφείλεται σε συνδρομητές, όχι σε πωλήσεις στο δρόμο).

Η διάκριση μεταξύ ισλαμιστικού και μη ισλαμιστικού Τύπου είναι κεντρική στην Τουρκία, όπου παραδοσιακές πολιτικές έννοιες, όπως «φιλελεύθερος», «συντηρητικός», «προοδευτικός», «αριστερός», «δεξιός», έχουν πολύ διαφορετικό περιεχόμενο από ό,τι αλλού. Μια ισλαμιστική εφημερίδα που πρόσκειται στην κυβέρνηση του Ταγίπ Ερντογάν μπορεί να είναι φιλελεύθερη ή συντηρητική σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα ή την ελευθερία του Τύπου. Παρομοίως, μια εφημερίδα που υποστηρίζει τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους μπορεί να είναι ακραία εθνικιστική και αντιφιλελεύθερη σε ό,τι αφορά τις θρησκευτικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των μειονοτήτων ή περισσότερο μετριοπαθής και κριτική στα δόγματα του τουρκικού εθνοκεντρισμού.

Σήμερα μόνο δύο είναι οι ακραιφνώς κεμαλικές εφημερίδες, η «Σοzτζού» και η «Τζουμχουριέτ. Οι περισσότερες από τις υπόλοιπες μη ισλαμιστικές εφημερίδες, μολονότι κρατούν αποστάσεις από την κυβερνητική πολιτική, δημοσιεύουν αρθρογραφία που καλύπτει μεγάλο εύρος του πολιτικού φάσματος και, αναλόγως των επιχειρηματικών συμφερόντων των εκδοτών τους και της διαπλοκής τους με το κράτος, μπορεί στον έναν ή τον άλλο βαθμό να προσαρμόζουν τη γραμμή τους ως προς τις στρατηγικές επιλογές της κυβέρνησης.

Η ίδια η στάση της κυβέρνησης απέναντι στον Τύπο χαρακτηρίζεται προβληματική. Ο αντιπολιτευόμενος Τύπος θεωρεί ακραίο παράδειγμα κυβερνητικής παρέμβασης την κατάσχεση της αντιπολιτευόμενης ιστορικής εφημερίδας «Σαμπάχ» και του τηλεοπτικού σταθμού ATV, ιδιοκτησίας του ομίλου Ciner Media Holding, το 2007, με την αιτιολογία ότι, κατά τη διάρκεια της πώλησής της στον όμιλο το 2001, ένα έγγραφο είχε μείνει κρυφό από το κράτος. Στη συνέχεια, το κράτος πούλησε τη «Σαμπάχ» στον όμιλο Turkuvaz Media του ομίλου Calik Holdings, ο γενικός διευθυντής του οποίου, ο Μπεράτ Αλμπαϊράκ, είναι γαμπρός του πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν.

Ανάλογη ήταν η υπόθεση της εφημερίδας «Σταρ» και του ομότιτλου τηλεοπτικού σταθμού, που ανήκαν στον Τζεμ Ουζάν, γόνο μιας από τις πλουσιότερες οικογέ- νειες της Τουρκίας και ιδρυτή του ακραία λαϊκίστικου Νεαρού Κόμματος. Στις εκλογές του 2002 ο Ουζάν πήρε το 7,5% και, μολονότι δεν πέρασε το φράγμα του 10% που απαιτούνταν για να μπει στη Βουλή, αποτέλεσε απειλή για το κόμμα του Ερντογάν. Η οικογένεια κατηγορήθηκε για μία από τις μεγαλύτερες τραπεζικές απάτες στην Τουρκία, μέσω της δικής τους τράπεζας, και το 2004 αναγκάστηκε να πουλήσει το σταθμό στον όμιλο Dogan και την εφημερίδα στον Ετέμ Σαντσάκ, επιχειρηματία που διατηρεί στενές σχέσεις με τον Ταγίπ Ερντογάν.

Τον Σεπτέμβριο του 2008 ο Ταγίπ Ερντογάν τα έβαλε δημοσίως με τον όμιλο Dogan, ζητώντας από τους οπαδούς του να μποϊκοτάρουν τις εφημερίδες του. Είχε προηγηθεί δημοσίευμα της «Χουριέτ» σχετικά με υποτιθέμενο σκάνδαλο, κατά το οποίο φιλανθρωπικές δωρεές Τούρκων της Γερμανίας διοχετεύονταν σε επιχειρηματικά συμφέροντα που συνδέονταν με την κυβέρνηση. Πέρυσι η τουρκική κυβέρνηση επέβαλε πρόστιμο 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων στον όμιλο Dogan για φοροδιαφυγή, πέρα από ένα άλλο πρόστιμο 500 εκατομμυρίων δολαρίων που είχε επιβάλει λίγους μήνες νωρίτερα σχετικά με την πώληση μετοχών τηλεοπτικού σταθμού του ομίλου σε γερμανό επενδυτή. Τα δύο πρόστιμα θεωρήθηκαν από τα αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ απόπειρα ελέγχου του Τύπου.

Νομικά, το άρθρο 28 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ελευθερία του Τύπου· ωστόσο, η ελευθερία περιορίζεται από άλλες διατάξεις σχετικές με την «προστασία των βασικών χαρακτηριστικών του κράτους» και της «αδιαίρετης ενότητάς» του. Τα άρθρα 301 και 305 του Ποινικού Κώδικα προβλέπουν ποινές φυλάκισης: το πρώτο γι' αυτούς που προσβάλλουν την τουρκικότητα και το δεύτερο γι' αυτούς που βάζουν σε κίνδυνο τα εθνικά συμφέροντα. Παρά τις όποιες αλλαγές προς την κατεύθυνση της εξασφάλισης της ελευθερίας του Τύπου, προκειμένου να ενταχθεί στο καθεστώς υποψήφιας χώρας για ένταξη στην Ε.Ε., το 2008 διώχτηκαν για τις ιδέες τους 435 δημοσιογράφοι, εκδότες και ακτιβιστές.

Μάλιστα, στην Τουρκία αποκλείεται η πρόσβαση σε περίπου 3.700 ιστοσελίδες (μεταξύ των οποίων το YouTube και το MySpace), εξαιτίας νόμου που απαγορεύει την πρόσβαση σε ιστοσελίδες οι οποίες, μεταξύ άλλων, φιλοξενούν περιεχόμενο εναντίον του Ατατούρκ.

Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία η κωλυσιεργία του κράτους και των μέσων ενημέρωσης να δοθούν οι άδειες για τις επίγειες τηλεοπτικές συχνότητες. Λόγω της αδυναμίας συνεννόησης των τριών αρχών που έχουν επιφορτιστεί με την αδειοδότηση των επίγειων τηλεοπτικών σταθμών και λόγω των πιέσεων των ίδιων των μέσων ενημέρωσης, όλοι οι επίγειοι τηλεοπτικοί σταθμοί εξακο- λουθούν να λειτουργούν χωρίς άδεια, αφήνοντας ανοιχτό το παράθυρο για κινήσεις εκβιασμών και διαπλοκής.

Από τη διαπλοκή των μέσων ενημέρωσης με τους φορείς της εξουσίας ανυπεράσπιστος μένει μεγάλος αριθμός δημοσιογράφων. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης εργάζονται χωρίς συμβάσεις, γεγονός που δεν τους επιτρέπει να έχουν κοινωνική ασφάλιση ούτε να γίνουν μέλη της Ενωσης Τούρκων Δημοσιογράφων (TGS) - της μόνης που μπορεί να διαπραγματευτεί συλλογική σύμβαση εργασίας με τους εργοδότες. Εξαιτίας της επισφαλούς δημοσιογραφικής εργασίας, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είναι ευάλωτοι στις πιέσεις της διεύθυνσης και της αρχισυνταξίας εις βάρος της αμερόληπτης κάλυψης των γεγονότων με αμιγώς δημοσιογραφικά κριτήρια. Στην οικονομική κρίση του 2001 περίπου 5.000 εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης έχασαν τη δουλειά τους.

____________

Τηλεόραση και Ραδιόφωνο

Το μονοπώλιο της κρατικής τηλεόρασης έσπασε το 1990, όταν το ιδιωτικό κανάλι, το STAR1, εξέπεμψε μέσω δορυφόρου από τη Γερμανία. Ακολούθησαν 100 τοπικοί τηλεοπτικοί σταθμοί και 500 τοπικοί ραδιοφωνικοί. Το 1993 η Βουλή απέσυρε την απαγόρευση της μη κρατικής ραδιοτηλεόρασης.

Η δημόσια τηλεόραση TRT έχει 11 σταθμούς για όλη την επικράτεια, έναν περιφερειακό για τη ΝΑ. Τουρκία και δύο διεθνή κανάλια. Το 2009 ίδρυσε το TRT6, που εκπέμπει όλο το εικοσιτετράωρο στα κουρδικά.

Η τηλεόραση ιδιωτικών συμφερόντων: Ο όμιλος Dogan έχει το Kanal D, το Star TV και το CNN Turk. Ο όμιλος Turkuvaz Media έχει το ATV. Ο όμιλος Dogus έχει το NTV. Ο όμιλος Cukurova έχει τα κανάλια Show TV και Sky-Turk. Ο όμιλος Ciner Group έχει το HaberTurk, Ο όμιλος Feza έχει το ισλαμιστικό κανάλι Samanyolu TV. Εκπέμπει, επίσης, το ισλαμιστικό Kanal 7.

Το κανάλι 24 ανήκει στον επιχειρηματία Ετέμ Σαντσάκ και το κανάλι TGRT πουλήθηκε από τον όμιλο IHLAS στον όμιλο Fox του Ρούπερτ Μέρντοχ το 2006. Και δύο μουσικοί σταθμοί, το Kral TV και το Number One TV.

Μετά το άνοιγμα της τηλεόρασης, το ραδιόφωνο δεν είναι πλέον μέσο ενημέρωσης, αλλά μόνο ψυχαγωγικό. 36 σταθμοί εκπέμπουν σε όλη την επικράτεια, οι 4 είναι του κρατικού TRT, όπως και η Φωνή της Τουρκίας, που έχει προγράμματα σε 26 γλώσσες. Υπάρχουν, επίσης, πολλοί ανεξάρτητοι σταθμοί. Το Acik Radyo (ανοιχτό ραδιόφωνο) της Πόλης, χρηματοδοτείται από δωρεές ακροατών που συμμετέχουν στη διαμόρφωση του προγράμματος με ανοιχτές συζητήσεις για την επικαιρότητα.

____________

Πληκτρολογήστε

 http://bianet.org/english

Το δίκτυο ενημέρωσης bianet, της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης ΒΙΑ, παρακολουθεί και ενημερώνει για τις παραβιάσεις της ελευθερίας της έκφρασης και την κάλυψη ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για ζητήματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας.

 http://www.ejc.net

Η ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Δημοσιογραφίας (European Journalism Center). Ειδήσεις και αναλύσεις για τα μέσα ενημέρωσης στην Ευρώπη και αναλυτικές εκθέσεις για το τοπίο των μέσων ενημέρωσης σε 44 ευρωπαϊκές και μεσανατολικές χώρες.

http://www.medyatava.com/tiraj.asp

Εβδομαδιαία καταγραφή της ημερήσιας κυκλοφορίας των τουρκικών εφημερίδων που κυκλοφορούν σε όλη την επικράτεια (στα τουρκικά) από την τουρκική ιστοσελίδα για τα ΜΜΕ  Medyatava.

-*-